- ποδούχει
- ποδουχέωguidepres imperat act 2nd sg (attic epic)ποδουχέωguideimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδουχώ — έω, Α κυβερνώ, διοικώ («ἐπεὶ στρατὸν εὖ ποδούχει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ουχῶ, μέσω ένος αμάρτυρου *ποδοῦχος (< πούς, ποδός + οῦχος* < ἔχω)] … Dictionary of Greek